- γνωστοποιώ
- γνωστοποιώ, γνωστοποίησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γνωστοποιώ — ( έω) καθιστώ γνωστό κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνωστός + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιόνιους Κώδικες] … Dictionary of Greek
γνωστοποιώ — γνωστοποίησα, κάνω γνωστό, κοινοποιώ, ανακοινώνω: Μου γνωστοποίησε τις αποφάσεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδηλοποιώ — προδηλοποιῶ, έω, ΝΑ καθιστώ κάτι φανερό εκ τών προτέρων, γνωστοποιώ, φανερώνω κάτι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δηλοποιῶ «γνωστοποιώ»] … Dictionary of Greek
προκηρυκεύομαι — Α 1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ δημόσια διά μέσου κήρυκα 2. διαπραγματεύομαι διά μέσου κήρυκα («προκηρυκεύεσθαι περὶ σπονδῶν», Ανδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κηρυκεύω «γνωστοποιώ, διακηρύσσω»] … Dictionary of Greek
προσανακοινούμαι — όομαι, Α ανακοινώνω, γνωστοποιώ σε κάποιον κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνακοινῶ «γνωστοποιώ, αναγγέλλω, πληροφορώ»] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αγγέλλω — (Α ἀγγέλλω) φέρω αγγελία ή παραγγελία, αναγγέλλω, γνωστοποιώ αρχ. 1. μέσ. αναγγέλλω κάτι για κάποιον 2. (μτχ. ενεστ.) ἀγγέλλων αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης 3. (παθητ. μτχ.) τὰ ἀγγελθέντα ή ἠγγελμένα είδηση, αγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγελος τα δύο… … Dictionary of Greek
αγνωστοποίητος — η, ο [γνωστοποιώ] αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε, δεν έγινε γνωστός, δεν ανακοινώθηκε … Dictionary of Greek
αναγγέλλω — (Α ἀναγγέλλω) 1. φέρνω αγγελία, ανακοινώνω, γνωστοποιώ 2. ειδοποιώ για την επίσκεψη προσώπου αρχ. 1. μιλώ για κάποιον 2. προκηρύσσω, ορίζω ανταμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀγγέλλω. ΠΑΡ. αναγγελία, αναγγελτήριος, αναγγελτικός] … Dictionary of Greek
αναδηλώ — ἀναδηλῶ ( όω) [ἀνάδηλος] (ΑΜ) γνωστοποιώ, υποδεικνύω … Dictionary of Greek